Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα «συμμαχία» εισέρχεται ο δήμος Αλμυρού και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με σκοπό την ανάδειξη της ευεργετικής δράσης του αγουρέλαιου, του μελιού βελανιδιάς, του τσαγιού και της ρίγανης της περιοχής.
Ειδικότερα, ο δήμος και το Πανεπιστήμιο θα συνεργαστούν βάσει εγκεκριμένης προγραμματικής σύμβασης, ώστε να αναδείξουν τον ανεκμετάλλευτο πλούτο των βοτάνων και του μελιού του δήμου Αλμυρού και των δημοτικών ενοτήτων Αλμυρού, Σούρπης, Πτελεού και Ανάβρας.
Ποια όμως είναι η ταυτότητα των μοναδικών προϊόντων της περιοχής; ‘Όπως είναι γνωστό, το αγουρέλαιο είναι ένα εξαιρετικό προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας με μοναδικές ιδιότητες. Η παραγωγή του στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, δεδομένου ότι απαιτούνται συγκεκριμένες καλλιεργητικές πρακτικές. Ωστόσο, το αγουρέλαιο αποτελεί έναν θησαυρό της ελληνικής γης, που με την κατάλληλη επιστημονική υποστήριξη μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην τοπική οικονομία αλλά και τη διεθνή φήμη του ελληνικού ελαιόλαδου. Το αγουρέλαιο φαίνεται να είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε φαινολικά συστατικά, ουσίες με σημαντικές αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντικαρκινικές ιδιότητες. Ως εκ τούτου, η μελέτη των βιολογικών του δράσεων κρίνεται εξαιρετικά σημαντική για την ανάδειξη του προϊόντος, επηρεάζοντας θετικά τους παραγωγούς και την τοπική κοινωνία.
Η επιστημονική τεκμηρίωση των οφελών του αγουρέλαιου, μπορεί να το διαφοροποιήσει σημαντικά από το κοινό ελαιόλαδο, ενισχύοντας σημαντικά την αναγνωρισιμότητά του. Επίσης, η ανάδειξη και προώθηση της βιοδραστικότητας του αγουρέλαιου, αναμένεται να αυξήσει τη ζήτηση στην αγορά, ωφελώντας τους τοπικούς παραγωγούς με την αύξηση της προστιθέμενης αξίας και την τοπική κοινωνία με την ενίσχυση της φήμης της περιοχής και τη δημιουργία περισσότερων ευκαιριών εργασίας. Περαιτέρω, η επιστημονική τεκμηρίωση αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά την εξαγωγική δυναμική και να οδηγήσει στο άνοιγμα νέων αγορών με την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων με βάση το αγουρέλαιο.
Σε ό,τι αφορά στα βότανα, είναι γνωστό ότι η Ελλάδα διαθέτει πλούσια βιοποικιλότητα, με περισσότερα από 6000 είδη φυτών, εκ των οποίων περίπου τα 1200 είναι ενδημικά. Μάλιστα, τα ελληνικά βότανα έχουν μακρά ιστορία αξιοποίησης, τόσο για τη γεύση τους όσο και για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Η ρίγανη και το τσάι του βουνού, είναι δύο από τα πιο διαδεδομένα και εμβληματικά ελληνικά βότανα, με σημαντική θέση τόσο στην ελληνική κουλτούρα όσο και στη σύγχρονη αγορά φυσικών προϊόντων.
Επισημαίνεται ότι τα συγκεκριμένα βότανα χαρακτηρίζονται από υψηλή περιεκτικότητα σε δραστικά συστατικά με δυνητικά ευεργετικές ιδιότητες για την ανθρώπινη υγεία. Επομένως, η επιστημονική τεκμηρίωση των βιολογικών τους δράσεων αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο για την περιοχή σε οικονομικό, πολιτιστικό και οικολογικό επίπεδο.
Εξάλλου, οι τοπικοί παραγωγοί μπορούν να επικεντρωθούν στην καλλιέργεια των συγκεκριμένων υψηλής ποιότητας βοτάνων, με έμφαση στη βιολογική γεωργία, ενισχύοντας την αειφόρο γεωργία και την προστασία της βιοποικιλότητας.
Παράλληλα, η ανάδειξη των ευεργετικών επιδράσεων για την ανθρώπινη υγεία, αναμένεται να αυξήσει την εγχώρια και διεθνή ζήτηση, ενισχύοντας τις εξαγωγές και την τοπική οικονομία. Φυσικά, η αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων, καινοτόμων προϊόντων με βάση τα βότανα, ενισχύοντας τον κλάδο της καινοτομίας.
Περαιτέρω, τα ελληνικά βότανα είναι στενά συνδεδεμένα με την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου, συνεπώς, η ανάδειξη των ωφελειών τους για την ανθρώπινη υγεία και ευεξία αναμένεται να δημιουργήσει ευκαιρίες για τουριστική προβολή και ανάπτυξη.
Τη δική του αξία έχει και το τσάι της Βρύναινας, το οποίο είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα είδη τσαγιού του γένους Sideritis και καλλιεργείται στο όρος Όθρυς, αλλά και η ρίγανη της Όθρυος που αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά στην Ελλάδα. Τόσο το τσάι του βουνού, όσο και η ρίγανη, είναι στενά συνδεδεμένα με την περιοχή και την τοπική συνείδηση. Στη δεκαετία του 1970 στα χωριά της Όθρυος, κυρίως Βρύναινα και Κοκκωτοί, έγινε συστηματική προσπάθεια με τους τοπικούς φορείς για την καλλιέργεια των αρωματικών φυτών τσαγιού και ρίγανης. Οι πρώτες καλλιέργειες έγιναν σε υψόμετρο 1000 μέτρων περίπου σε ιδιόκτητα κτήματα και βοήθησαν να αυτονομηθούν και να αναπτυχθούν οικονομικά οι κάτοικοι των ορεινών κοινοτήτων της Όθρυος.
Σημειώνεται ότι τα τελευταία 10 χρόνια, η ρίγανη καλλιεργείται και σε χαμηλότερα επίπεδα, σε Σούρπη, Δρυμώνα, Ευξεινούπολη και Αλμυρό και προωθείται είτε ως καρύκευμα, είτε ως πρώτη ύλη για αιθέρια έλαια και εκχυλίσματα.
Τελευταίο αλλά εξίσου πολύτιμο, το μέλι βελανιδιάς, αποτελεί ένα από τα πιο ποιοτικά προϊόντα της περιοχής με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης. Με την κατάλληλη επιστημονική υποστήριξη, εμπορική εκμετάλλευση και προώθηση, μπορεί να ενισχύσει την τοπική οικονομία, αλλά και συνολικά την εικόνα της Ελλάδας ως παραγωγού μοναδικών φυσικών προϊόντων υψηλής ποιότητας. Πιο συγκεκριμένα, το μέλι βελανιδιάς φαίνεται να είναι πλούσιο σε βιοδραστικές ουσίες, όπως φαινολικά συστατικά, μέταλλα και ιχνοστοιχεία με σημαντικές αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιμικροβιακές δράσεις.
Η μελέτη για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις βιολογικές δράσεις του μελιού βελανιδιάς αναμένεται να αυξήσει την αναγνωρισιμότητα, να ενισχύσει την εγχώρια και διεθνή ανταγωνιστικότητα, να προσδώσει προστιθέμενη αξία και να ενισχύσει την εξαγωγική δυναμική. Επιπροσθέτως, η τεκμηρίωση των δυνητικών ωφελειών του μελιού βελανιδιάς, μπορεί να ενισχύσει τη βιώσιμη παραγωγή σε δασικές περιοχές, με σεβασμό προς το φυσικό περιβάλλον, λειτουργώντας ως παράδειγμα αειφόρου γεωργίας αλλά και να συνδεθεί με τον αγροτουρισμό, προβάλλοντας την παραγωγική διαδικασία και ενισχύοντας την τοπική κοινωνία μέσω επισκέψεων και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων.

