Τουριστικός προορισμός: προτεινόμενος λειτουργικός ορισμός ως βάση για τη βιώσιμη ανάπτυξη
- Εισαγωγικό σημείωμα σε μια σειρά παρεμβάσεων για τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη
Η αειφορία και η βιωσιμότητα των τουριστικών προορισμών βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας του δημόσιου διαλόγου για τον τουρισμό. Ο τουρισμός, ως ένας εκ των βασικότερων πυλώνων ανάπτυξης της χώρας, γίνεται αντικείμενο σχολιασμού, τόσο από αυτούς που γνωρίζουν, όσο και από αυτούς που νομίζουν ότι γνωρίζουν από τουρισμό (στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι καταγόμενοι από τουριστικά μέρη και σχεδόν όλοι όσοι πηγαίνουν διακοπές).
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε χρήσιμο να γίνει μία προσπάθεια αποσαφήνισης-οριοθέτησης μερικών βασικών εννοιών, που σχετίζονται με την αειφορία και βιωσιμότητα των τουριστικών προορισμών.
Έτσι, ξεκινώντας από σήμερα και για τις επόμενες 4 εβδομάδες, φιλοξενούμε μία σειρά απόψεων του Γιώργου Δρακόπουλου (*), που σχετίζονται με την αειφόρο και βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη. Ο σκοπός είναι να τεθεί ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα συζητάμε στρατηγικές κατευθύνσεις και εξειδίκευση δράσεων, χρησιμοποιώντας ορολογία και ορισμούς ευρείας αποδοχής.
Τουριστικός προορισμός: προτεινόμενος λειτουργικός ορισμός ως βάση για τη βιώσιμη ανάπτυξη
Ένα βασικό σημείο αναφοράς και διαφοράς στον δημόσιο διάλογο για τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη είναι ο τουριστικός προορισμός. Αναφοράς, διότι η τουριστική ανάπτυξη, λιγότερο ή περισσότερο βιώσιμη, έχει πεδίο εφαρμογής έναν τουριστικό προορισμό. Διαφοράς, διότι είναι σίγουρο ότι δεν αντιλαμβανόμαστε και δεν ορίζουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο το τι είναι τουριστικός προορισμός.
Έτσι λοιπόν, ξεκινάμε σήμερα με μια προσέγγιση για τον ορισμό του τουριστικού προορισμού.
Ένα από τα συμπεράσματα των συζητήσεων περί σχεδιασμού και υλοποίησης δράσεων για την αειφόρο τουριστική ανάπτυξη έχει δείξει ότι γενικά και επί της αρχής, υπάρχει συμφωνία σχεδόν όλων των εμπλεκομένων μερών, για τις γενικές κατευθύνσεις των σχεδίων αειφορίας. Όμως – και ειδικά όταν απαιτούνται εξειδικεύσεις και ποσοτικοί προσδιορισμοί – οι απόψεις αποκλίνουν. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε δύο (2) κυρίως λόγους: Πρώτον, σε διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις και δεύτερον και κυριότερο, στη διαφορετική ερμηνεία και εφαρμογή βασικών αρχών τουριστικής ανάπτυξης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αποκλίνουσες απόψεις στο πώς ορίζεται ένας τουριστικός προορισμός. Σύμφωνα με τον United Nations World Tourism Organization (UNWTO**), «Ένας τουριστικός προορισμός είναι ένας φυσικός χώρος με ή χωρίς διοικητικά όρια, στον οποίο ένας επισκέπτης μπορεί να πραγματοποιήσει τουλάχιστον μία διανυκτέρευση. Αποτελείται από το σύνολο προϊόντων, υπηρεσιών, δραστηριοτήτων και εμπειριών όλου του φάσματος της τουριστικής αλυσίδας αξίας και είναι μια βασική μονάδα ανάλυσης του τουρισμού».
Είναι προφανές ότι ο παραπάνω ορισμός επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Έτσι, τόσο οι θεωρητικοί του τουρισμού, όσο και – σε μικρότερο βαθμό – οι επιχειρηματίες-επαγγελματίες του χώρου, αδυνατούν να συμφωνήσουν, π.χ. στο σημείο «με ή χωρίς διοικητικά όρια». Επίσης, ο επισκέπτης που δεν πραγματοποιεί διανυκτέρευση, δεν παύει να είναι επισκέπτης στον ίδιο χώρο, στον οποίο, αν έκανε διανυκτέρευση, θα ήταν τουρίστας. Ακόμα, η προϋπόθεση να υπάρχει εξειδικευμένη μονάδα διαχείρισης (δηλαδή, κάποιου είδους τεχνοκρατικής διοίκησης) αφήνει έξω από τη συζήτηση την πλειονότητα των προορισμών.
Προτείνεται λοιπόν ένας λειτουργικός ορισμός για τον τουριστικό προορισμό, ο οποίος έχει ως εξής: «Τουριστικός προορισμός είναι μία γεωγραφική περιοχή, με συγκεκριμένα σημεία εισόδου σε αυτή, η οποία έχει αξιοθέατα, φυσικά και man-made και υποστηρίζεται από τουριστικές ανωδομές και υποδομές».
Ο ορισμός αυτός διευκολύνει πολύ τις περιπτώσεις των ελληνικών νησιών, όπου (σχεδόν) το κάθε νησί από μόνο του μπορεί να θεωρηθεί τουριστικός προορισμός. Η προσέγγιση αυτή απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή ως προς την αξιολόγηση/ορισμό των σημείων εισόδου. Στην περίπτωση των προορισμών που βρίσκονται στην ηπειρωτική χώρα, τα πράγματα είναι λιγότερο απλά. Αν δεν είμαστε προσκολλημένοι στα διοικητικά όρια, τα σημεία εισόδου – σε συνδυασμό με τις θέσεις-αποστάσεις των αξιοθεάτων – μπορούν να προσδιορίσουν έναν τουριστικό προορισμό και την ευρύτερη περιοχή του. Επίσης, σε αυτήν την περίπτωση, οι αποστάσεις από τα σημεία εισόδου παίζουν σημαντικό ρόλο για τον καθορισμό των ορίων του προορισμού. Αν κάνουμε την άσκηση αυτή σε πανελλαδικό επίπεδο, ο αριθμός των προορισμών που θα προκύψουν θα είναι πολύ, μα πολύ μικρότερος του σημερινού αριθμού των Δήμων. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν ο κάθε Δήμος να αποτελεί αυτόνομο τουριστικό προορισμό, να έχει τον δικό του Οργανισμό Διαχείρισης, το δικό του τοπικό Παρατηρητήριο, τον δικό του Δορυφόρο Λογαριασμό Τουρισμού, κλπ που ανακοινώνονται συχνά-πυκνά με πανηγυρικό τρόπο.
Όμως, σε νομοθετικό επίπεδο, ο Ν. 4875/2021 «Πρότυποι Τουριστικοί Προορισμοί Ολοκληρωμένης Διαχείρισης, Οργανισμοί Διαχείρισης και Προώθησης Προορισμού, Ιαματικές Πηγές Ελλάδας και άλλες ρυθμίσεις για την ενίσχυση της τουριστικής ανάπτυξης», ενώ αναφέρεται αρχικά σε «περιοχές», στη συνέχεια θεωρεί ότι ο κάθε Δήμος μπορεί να ιδρύσει έναν DMMO! Η προσέγγιση αυτή απέχει πολύ από το να είναι λειτουργική, εκτός του ότι είναι εξόχως γραφειοκρατική. Έτσι, μετά από πολλά χρόνια συζήτησης, δεν υπάρχει κανένας DMMO στη χώρα μας. (Μη συγχέουμε τους DMMOs με τους Οργανισμούς Προβολής, που λειτουργούν σε κάποιους λίγους Δήμους).
Συμπέρασμα: σε επίπεδο διαχείρισης προορισμών, βρισκόμαστε ακόμα στο θεωρητικό στάδιο, με επιφανειακές προσεγγίσεις, που δεν παράγουν κανένα λειτουργικό αποτέλεσμα.
Στο επόμενο σημείωμα την ερχόμενη εβδομάδα, θα αναφερθώ στην επέκταση της τουριστικής περιόδου (που είναι κάτι διαφορετικό από την άμβλυνση της εποχικότητας) και στις βασικές προϋποθέσεις αυτής.
(*) Ο Γιώργος Δρακόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων, πάλαι ποτέ Γενικός Διευθυντής ΣΕΤΕ και πρώην Πρόεδρος των Affiliate Members UNWTO (United Nations World Tourism Organization).
(**) UNWTO: Glossary of tourism terms